Σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα (ΣΜΝ) ή αφροδίσια νοσήματα ονομάζονται ασθένειες ή μολύνσεις οι οποίες μεταδίδονται από άνθρωπο σε άνθρωπο μέσω της ανθρώπινης σεξουαλικής συμπεριφοράς, συμπεριλαμβανομένων του σεξ, του στοματικού σεξ και του πρωκτικού σεξ. Ένα άτομο ακόμα και εάν δεν πάσχει μπορεί να μπορεί να μολύνει άλλους δυνητικά, χωρίς να έχει συμπτώματα της νόσου. Μερικά ΣΜΝ μπορούν να μεταδίδονται και μέσω της χρήσης βελονών (μετάγγιση αίματος, μη καλά αποστειρωμένα εργαλεία των ιατρών (πχ. Οδοντίατροι), τατουάζ) μετά τη χρήση τους από ένα μολυσμένο άτομο, καθώς και κατά τη διάρκεια του τοκετού ή του θηλασμού. 

Οι  ποιο συχνές λοιμώξεις είναι τα χλαμύδια, η ηπατίτιδα Β, ο ιός του απλού έρπητα (HSV), η HPV λοίμωξη.

Χλαμύδια (Chlamydia trachomatis)

Τα χλαμύδια είναι Gram αρνητικοί, ενδοκυττάριοι «σιωπηροί μικροοργανισμοί» επειδή το 75% των γυναικών και το 50% των ανδρών που έχουν μολυνθεί δεν εμφανίζουν καθόλου συμπτώματα. 

Τα συμπτώματα συνήθως είναι πολύ σπάνια και χαρακτηρίζονται από:  α) αίσθημα πόνου ή καψίματος στην ουρήθρα, β) λίγες σταγόνες αίμα εκτός περιόδου και γ) δύσοσμες κολπικές εκκρίσεις. Εμφανίζονται 1-3 εβδομάδες μετά την πιθανή επαφή με το μικρόβιο. Τα χλαμύδια αρχικά προσβάλουν το τράχηλο ή/και την ουρήθρα. Στο στάδιο αυτό η γυναίκα μπορεί να έχει κάποιας μορφής κολπικές εκκρίσεις ή ένα δυσάρεστο αίσθημα πόνου ή/και καψίματος κατά την ούρηση. Σε περίπτωση που τα χλαμύδια δεν θεραπευτούν σε αυτό το πρώιμο στάδιο, η μόλυνση επεκτείνεται προς τη μήτρα και από εκεί στις σάλπιγγες, προκαλώντας τελικά πυελική φλεγμονώδη νόσο. Η πυελική φλεγμονή μπορεί να είναι και αυτή «σιωπηρή» ή η γυναίκα να παρουσιάζει κοιλιακό άλγος. Σταδιακά, μέσω της χρόνιας πυελικής φλεγμονής, τα χλαμύδια μπορεί να προκαλέσουν υπογονιμότητα ή εξωμήτρια κύηση. Οι κλινικές εκδηλώσεις των χλαμυδιακής λοίμωξης είναι οι εξής:

  • Τράχωμα: χρόνια κερατοεπιπεφυκίτιδα που χαρακτηρίζεται από υπερτροφία και εξελκώσεις του άνω βλεφάρου
  • Επιπεφυκίτιδα μετ΄εγκλείστων: φυσαλιδώδης επιπεφυκίτιδα
  • Χλαμυδιακή τραχηλίτιδα
  • Μη γονοκοκκική ουρηθρίτιδα: συνυπάρχει συνήθως με λοίμωξη από γονόκοκκο, τριχομονάδες ή μυκοπλάσματα και ερπητοϊούς
  • Αφροδίσιο λεμφοκοκκίωμα: είναι ένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα, που χαρακτηρίζεται από διαπυητική βουβωνική λεμφαδενίτιδα
  • Ψιττάκωση-Ορνίθωση: είναι μια συστηματική νόσος με υψηλό πυρετό, ρίγος και ξηρό βήχα

Η διάγνωση των χλαμυδίων δεν είναι πάντα εύκολη, διότι τα χλαμύδια δεν καλλιεργούνται σε θρεπτικά υλικά. Η μέθοδος εκλογής για τη διάγνωση είναι η PCR του τραχηλικού υγρού ή επιχρίσματος από την ουρήθρα.

Τα χλαμύδια είναι ευαίσθητα στις τετρακυκλίνες όπως την δοξυκυκλίνη και τις μακρολίδες όπως την ερυθρομυκίνη και την αζιθρομυκίνη.

Γονόρροια (Neisseria gonorrhoeae)
Είναι λοίμωξη από το βακτήριο Ναϊσσέρια της γονόρροιας (Neisseria gonorrhoeae). Οι γυναίκες στις περισσότερες φορές είναι ασυμπτωματικοί φορείς. Η πιο συχνές κλινικές εκδηλώσεις είναι η ουρηθρίτιδα και η τραχηλίτιδα οι οποίες εκδηλώνονται με πόνο ή κάψιμο κατά την ούρηση, συχνοουρία και πυώδεις εκκρίσεις από τον κόλπο. Αν δεν θεραπευτεί έγκαιρα, η γονόρροια μπορεί να επεκταθεί και να προκαλέσει πυελική φλεγμονή.

Η θεραπεία εκλογής είναι η κεφτριαξόνη (Rocephin) η οποία συνήθως συνδυάζεται με αζιθρομυκίνη ή δοξυκυκλίνη, καθώς η γονόρροια συχνά συνυπάρχει με χλαμύδια, τα οποία δεν θεραπεύεται με κεφτριαξόνη. 

Ιογενής ηπατίτιδα Β 
Η ηπατίτιδα Β είναι μια ιογενής λοιμώδης  του ήπατος η οποία οφείλεται στον DNA ιό της ηπατίτιδας B (HBV.) Η οξεία ηπατίτιδα Β εκδηλώνεται συνήθως με εμετό, ίκτερο και συμπτώματα που μοιάζουν με απλή γρίπη. Η χρόνια ηπατίτιδα Β μπορεί να προκαλέσει κίρρωση του ήπατος καθώς και σε βάθος χρόνου ηπατικό καρκίνο. Ο ιός μεταδίδεται με την έκθεση σε μολυσμένο αίμα ή σε άλλα βιολογικά υγρά, όπως κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής χωρίς προφύλαξη. Μπορεί επίσης να μεταδοθεί από τη μητέρα στο παιδί κατά την διάρκεια του τοκετού. Ο ιός δεν μεταδίδεται με το φιλί, τη χειραψία, τη χρήση κοινών σκευών, το φτέρνισμα, το βήχα και τη γαλουχία. 

Για την πρόληψη της νόσου εφαρμόζεται το εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμού των παιδιών και ενηλίκων.

Ιογενής ηπατίτιδα C
 
Η ηπατίτιδα C είναι μια σπάνια σεξουαλικώς μεταδιδόμενη νόσος οφειλόμενη σε ιό της ηπατίτιδας C (HCV). H μετάδοσή της περιλαμβάνει κυρίως την άμεση επαφή με τα προϊόντα αίματος, όπως η χρήση ναρκωτικών, η σεξουαλική επαφή χωρίς προφύλαξη και τα μη αποστειρωμένα ιατρικά εργαλεία και βελόνες. Τελευταία χρόνια όλο και περισσότερα αυξάνονται τα κρούσματα ηπατίτιδας C παγκοσμίως. Τα συμπτώματα είναι τις περισσότερες φορές ήπια και ασαφή και μοιάζουν με μια απλή ίωση. Δυστυχώς δεν υπάρχει εμβόλιο για την ηπατίτιδα C.

Η αντιμετώπιση του ιού HCV περιλαμβάνει πεγκιντερφερόνη και ριμπαβιρίνη.

Απλός έρπητας (Ιός του απλού έρπητα 1, 2) 
Ο ιός του απλού έρπητα (Herpes simplex virus 1 και 2, HSV-1 και HSV-2) εντοπίζεται στο δέρμα και στους βλεννογόνους και μεταδίδεται από μολυσμένα  άτομα με ή χωρίς ορατές φουσκάλες διά των βλεννογόνων ή εκδορών του δέρματος. Τα στόμα και τα χείλη αποτελούν συνήθεις περιοχές λοίμωξης και μετάδοσης του HSV-1, ενώ ο HSV-2 μεταδίδεται κυρίως με τη σεξουαλική επαφή και ευθύνεται για τις βλάβες των γεννητικών οργάνων. Μετά από την αρχική λοίμωξη, ο ιός εγκαθίσταται στον οργανισμό με αποτέλεσμα να υπάρχει πάντα πιθανότητα επανενεργοποίησης του ιού, κυρίως σε καταστάσεις έντονου σωματικού ή ψυχολογικού στρες και σε άτομα με επηρεασμένο ανοσοποιητικό σύστημα.

Θεραπεία: Δυστυχώς δεν υπάρχει θεραπεία εκρίζωσης του ιού από τον οργανισμό. Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται τοπικά σε μορφή αλοιφών όπως η ακυκλοβίρη και πενσικλοβίρη βοηθούν στην ταχύτερη επούλωση. Σε περιπτώσεις συχνών υποτροπών ή εκτεταμένης βλάβης προτείνεται θεραπεία καταστολής του ιού με ακυκλοβίρη, φαμσικλοβίρη ή βαλασικλοβίρη. Μερικά άτομα χρειάζονται χημειοπροφύλαξη αρκετών μηνών με  καθημερινή λήψη αντιιικής αγωγής.

O ιός της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας ή HIV (Human Immunodeficiency Virus)
Μέχρι στιγμής υπάρχουν δυο είδη του ιού HIV, ο HIV-1 και ο HIV-2. Ο HIV-1 είναι αυτός που ευθύνεται για τη μεγάλη πλειονότητα των μολύνσεων παγκοσμίως. Η μετάδοση του ιού γίνεται μέσω σεξουαλικής επαφής, προϊόντων αίματος και μολυσμένων εργαλείων. Η λοίμωξη αντιμετωπίζεται με συνδυασμό αντιρετροϊικών φαρμάκων, που επιβραδύνουν την πορεία της νόσου, την εμφάνιση και εξέλιξη του AIDS, δίνοντας στους ασθενείς προσδόκιμο ζωής κοντά σε αυτό του γενικού πληθυσμού. Δυστυχώς, δεν υπάρχει προληπτικό εμβόλιο για τη νόσο.

Ακόμα δεν υπάρχει ειδική θεραπεία για τη λοίμωξη από τον ιό HPV υπάρχει όμως διαθέσιμο το εμβόλιο κατά του ιού HPV που χορηγείται δωρεάν σε κορίτσια από 12 έως 26 ετών.

Ο ιός των ανθρώπινων κονδυλωμάτων  (HPV infection) 
Ο Ιός των ανθρώπινων θηλωμάτων (Human papillomavirus-HPV) είναι ένας DNA ιός από την οικογένεια του ιού των θηλωμάτων (papillomavirus family) που είναι ικανό να μολύνει τον άνθρωπο. Ο ιός HPV συνήθως μεταδίδονται μέσω της σεξουαλικής επαφής και μολύνουν την πρωκτογεννητική περιοχή. Μερικοί σεξουαλικώς μεταδιδόμενοι τύποι του HPV μπορεί να προκαλέσουν κονδυλώματα των γεννητικών οργάνων (συνήθως ο ιός HPV «χαμηλού κινδύνου»). Εμμένουσα λοίμωξη με «υψηλού κινδύνου» HPV τύπους (διαφορετικούς από εκείνους που προκαλούν κονδυλώματα) μπορεί να εξελιχθεί σε προκαρκινικές αλλοιώσεις ή/και διηθητικό καρκίνο. HPV λοίμωξη είναι η αιτία όλων σχεδόν των περιπτώσεων του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Ωστόσο, περισσότερες λοιμώξεις δεν προκαλούν τη νόσο και υποχωρούν αυτόματα.

Πρωτοζωικές
Τριχομονάδες (Trichomonas vaginalis) είναι μονοκυτταρικά παράσιτα τα οποία προσβάλλουν κυρίως τον τράχηλο, την ουρήθρα και την ουροδόχο κύστη της γυναίκας. Μεταδίδεται σχεδόν πάντα με τη σεξουαλική επαφή αν και υπάρχουν αναφορές για άλλους πιθανούς τρόπους μετάδοσης, όπως επαφή με βρεγμένες πετσέτες, μαγιό και καθίσματα αποχωρητηρίου. Η νόσος εκδηλώνεται με δύσοσμα κιτρινωπά κολπικά υγρά, πόνο κατά τη διάρκεια επαφής και ούρησης. Οι τριχομονάδες μπορεί να διαγνωστούν με απλή μικροσκοπική εξέταση του κολπικού υγρού. Η θεραπεία της νόσου είναι εύκολη με χορήγηση ενός αντιβιοτικού που λέγεται μετρονιδαζόλη (metronidazole) για 7 ημέρες. 

Πολλά ΣΜΝ μεταδίδονται (πιο εύκολα) μέσω των βλεννογόνων του πέους, του αιδοίου, του ορθού, του ουροποιητικού συστήματος και (λιγότερο συχνά-ανάλογα με τον τύπο της λοίμωξης) από το βλεννογόνο του στόματος, του λαιμού, του αναπνευστικού συστήματος και από τα μάτια. Τα παθογόνα είναι επίσης σε θέση να περάσουν μέσα από ασυνέχειες ή εκδορές του δέρματος, ακόμη και πολύ μικρές. Το σώμα του πέους είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο λόγω της τριβής που προκαλείται κατά τη διάρκεια του διεισδυτικού σεξ. Οι κύριες πηγές μόλυνσης σε αύξουσα σειρά είναι τα αφροδίσια υγρά, το σάλιο, ο βλεννογόνος ή το δέρμα (ιδιαίτερα του πέους).

Πόσο συχνά εμφανίζονται τα ΣΜΝ 
Εμφανίζονται συχνά στην εφηβική ηλικία και στα πρώτα στάδια της ώριμης ηλικίας (16-24 ετών) αφού σ’ αυτές τις φάσεις ζωής έχουμε τη μεγαλύτερη σεξουαλική δραστηριότητα ή την μικρότερη πληροφόρηση.

Πρόληψη
Οι επαγγελματίες της υγείας προτείνουν ασφαλέστερο σεξ με τη χρήση προφυλακτικών, θεωρώντας τον ως το πιο αξιόπιστο τρόπο για τη μείωση του κινδύνου μόλυνσης από κάποια σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής δραστηριότητας. Αλλά το ασφαλέστερο σεξ δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ως απόλυτη εγγύηση. Η μεταφορά και η έκθεση σε σωματικά υγρά, όπως η μετάγγιση αίματος και άλλων προϊόντων αίματος, η κοινή χρήση βελονών ένεσης, οι τραυματισμοί από βελόνες (βελόνες για τατουάζ) και ο τοκετός αποτελούν διόδους μετάδοσης.

Τα προφυλακτικά παρέχουν προστασία μόνο όταν χρησιμοποιούνται σωστά και μόνο από και προς την περιοχή που καλύπτουν. Ακάλυπτες περιοχές εξακολουθούν να είναι ευπαθείς σε πολλά ΣΜΝ.

Επιστροφή